- κάμνοντα
- изнемогающего
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
κάμνοντα — κάμνω work pres part act neut nom/voc/acc pl κάμνω work pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμνονθ' — κάμνοντα , κάμνω work pres part act neut nom/voc/acc pl κάμνοντα , κάμνω work pres part act masc acc sg κάμνοντι , κάμνω work pres part act masc/neut dat sg κάμνοντι , κάμνω work pres ind act 3rd pl (doric) κάμνοντε , κάμνω work pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμνοντ' — κάμνοντα , κάμνω work pres part act neut nom/voc/acc pl κάμνοντα , κάμνω work pres part act masc acc sg κάμνοντι , κάμνω work pres part act masc/neut dat sg κάμνοντι , κάμνω work pres ind act 3rd pl (doric) κάμνοντε , κάμνω work pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OLEUM — I. OLEUM flumen Hispaniae Tarraconemps. Sexto Avieno. II. OLEUM hominibus a Deo laborum lenimen datum, ut ait Plut. in Alexandro; Iside monstrante illius usum primâ, ut fertur, tesle zuingerô Theatr. Hum. Vit. P. 975. multiplici utilitate sese… … Hofmann J. Lexicon universale
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek